- πολλαπλασιαζομένου
- πολλαπλασιάζωmultiply: pres part mp masc /neut gen sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πολλαπλασιαζομένου — πολλαπλασιάζω multiply pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανιοσωματικός — ή, ό (ως όρος τής ανθρωπολ.) φρ. «κρανιοσωματικός δείκτης» η σχέση τού όγκου τού κρανίου, πολλαπλασιαζόμενου επί 100, με τον συνολικό όγκο τού σώματος … Dictionary of Greek